- φουσκίδι
- τοτο φουσκί (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουσκίδι — το, Ν φουσκί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκί + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. στολ ίδι)] … Dictionary of Greek
φουσκί — το 1. χώμα ανάμειχτο με κοπριά για λίπανση της γης, κοπρόχωμα, φουσκίδι. 2. τα περιττώματα από τους μεταξοσκώληκες, που είναι χρήσιμα ως τροφή των ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)